Σκίταλοι

Σκίταλοι
Σκίτᾱλοι [ῐ], οἱ, name of demons of lewdness (perh. fictitious, cf. Σκίτων) in Ar.Eq.634, cf. Sch.ad loc. (631), Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σκίταλοι — Σκίτᾱλοι , Σκίταλοι masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίταλοι — οἱ, ΝΑ μυθ. πονηροί δαίμονες, λάγνοι και φιλήδονοι, προστάτες τών απατεώνων εμπόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. Κόβαλοι «κακοποιά δαιμονικά όντα»). Κατά μία άποψη, ο τ. παράγεται από το όνομα Σκίτων] …   Dictionary of Greek

  • Σκίτων — ὁ, Α κωμική ονομασία βυρσοδέψη στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Σκίταλοι] …   Dictionary of Greek

  • σκιταλίζω — Α [Σκίταλοι] είμαι λάγνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”